- τεχνούργημα
- το, -ατοςτεχνικό έργο, έργο τέχνης, κομψοτέχνημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τεχνούργημα — a work of art neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνούργημα — το, ΝΜΑ [τεχνουργῶ] έργο τέχνης, καλλιτέχνημα νεοελλ. 1. (αρχαιολ. κοινων. ανθρωπολ. τεχνολ.) κάθε αντικείμενο που έχει δημιουργηθεί από ανθρώπινη εργασία ή τροποποίηση, σε αντιδιαστολή προς τα αντικείμενα που δημιουργήθηκαν από τη φύση, αλλ.… … Dictionary of Greek
τεχνουργημάτων — τεχνούργημα a work of art neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνουργήμασιν — τεχνούργημα a work of art neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνουργήματι — τεχνούργημα a work of art neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνουργήματος — τεχνούργημα a work of art neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αραβούργημα — Ανεικονική διακοσμητική σύνθεση, χαρακτηριστική της αραβικής τέχνης. Α. υψηλής τέχνης βρίσκονται συγκεντρωμένα στο Αραβικό Μουσείο του Καΐρου. Δείγματα α. υπάρχουν και στο αθηναϊκό μουσείο Μπενάκη. Βλ. λ. ισλαμισμός (τέχνη). * * * το 1. ζωγραφικό … Dictionary of Greek
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
νιέλο — το άκλ. (διακ.) α) διακοσμητική τεχνική που συνίσταται στην εγκόλληση μαύρου σμάλτου στις κοιλότητες εγχάρακτης σε ασημένια πλάκα παράστασης β) συνεκδ. το παραγόμενο με τη μέθοδο αυτή τεχνούργημα … Dictionary of Greek
ποικιλουργία — ἡ, Α [ποικιλουργός] διακοσμητικό τεχνούργημα … Dictionary of Greek